- παροντικός
- -ή, -ό [παρόν, -όντος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παρόν, ο παρών, ο τωρινός, τού παρόντος («παροντικοί χρόνοι»γραμμ. ο ενεστώτας και ο παρακείμενος).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παροντικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο παρόν, ο τωρινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)